Μάθηση και
κοινωνικοποίηση, εξ απαλών ονύχων.
Μέχρι σχεδόν τη δεκαετία του 90, η αντίληψη που κυριαρχούσε για τη
διαδικασία της μάθησης είναι πως
αποτελεί μια «μοναχική πορεία», μια
ατομική προσπάθεια, ένα μονοπάτι σκαμμένο από καθέναν και καθεμιά ξεχωριστά.
Όμως, εκείνη την περίοδο, κάποιοι/ες παιδαγωγοί
άρχισαν να ερευνούν τη συμμετοχή του κοινωνικού περιβάλλοντος στη
διαδικασία της μάθησης. Θέλησαν να διερευνήσουν δηλαδή, εάν η μάθηση είναι και
μια κοινωνική διαδικασία και σε ποιο βαθμό σχετίζεται με τις καθημερινές μας
εμπειρίες. Και ερευνώντας, σχημάτισαν μια πολύ διαφορετική εικόνα για το «πώς
μαθαίνουμε τελικά»! Διατύπωσαν το συμπέρασμα ότι η μάθηση είναι τόσο η
διαδικασία όσο και το αποτέλεσμα του συγκερασμού της δραστηριότητας, του
περιβάλλοντος-πλαισίου και της κουλτούρας μέσα στην οποία πραγματοποιείται ! Αντί,
λοιπόν, να αντιμετωπίσουν τη μάθηση ως την κατάκτηση συγκεκριμένων γνωστικών
σχημάτων, την τοποθέτησαν μέσα σε κάποια μορφή κοινωνικής διάδρασης, δηλαδή σε καταστάσεις
συμμετοχής! Συμπέραναν επίσης ότι , οι
μαθητές δεν διδάσκονται δομές σκέψης ή
νοηματικά μοντέλα κατανόησης του κόσμου, αλλά συμμετέχουν σε
περιβάλλοντα-πλαίσια, που είναι ήδη δομημένα!
Έτσι δημιουργήθηκε
μια σύγχυση: Τελικά πώς επιτυγχάνεται η μάθηση?
Η παραδοσιακή αντίληψη ισχυριζόταν ότι η γνώση εμφανίζεται ως κάτι που
υπάρχει «έξω από το άτομο» και εκτός οποιωνδήποτε συγκεκριμένων
περιβαλλόντων-πλαισίων. Αντίθετα η νέα άποψη για τη μάθηση καθιστούσε την κοινωνική διάδραση ιδιαίτερης
σημασίας για αυτήν. Όπως είναι φυσικό, γράφτηκαν εκατοντάδες σελίδες οι οποίες
υποστήριζαν τη μια ή την άλλη άποψη. Όμως, όλες οι έρευνες που ακολούθησαν
επιβεβαίωσαν τις παρατηρήσεις για τη σπουδαιότητα του κοινωνικού πλαισίου της
μάθησης!
Πώς συνδέεται
λοιπόν η κοινωνικοποίηση με τη μάθηση?
Το κάθε παιδί, μπαίνοντας στο τυπικό μαθησιακό περιβάλλον, δηλαδή το
σχολείο, απομακρύνεται από το μέχρι τότε οικείο και (συνήθως) ασφαλές
οικογενειακό του σύστημα. Η αρχική σκέψη του λοιπόν, δεν είναι «τι θα μάθει»
αλλά «πώς θα νιώσει» στο νέο αυτό περιβάλλον.
Αν θα γίνει αποδεκτό, αν θα βρει φίλους και φίλες, αν γενικά μπορέσει να
βρει τον «ψυχολογικό του χώρο» όπως λέγεται. Στην αρχή, βρίσκεται στην
«περιφέρεια» των κοινωνικών σχέσεων που υπάρχουν. Παρατηρεί και γνωρίζει το
πλαίσιο. Στη συνέχεια όσο γίνονται πιο
ικανό και έμπειρο προχωρά προς το «κέντρο» της κοινότητας. Την ίδια στιγμή, αυτή η επιτυχής κοινωνική εξοικείωση συμβαδίζει με την πρόσληψη νέων πληροφοριών – γνώσεων,
με τη συμμετοχή στη μαθησιακή διαδικασία που λαμβάνει χώρα στο περιβάλλον της
τάξης αλλά και στο ευρύτερο της σχολικής μονάδας. Όσο πιο έτοιμο ψυχολογικά είναι το παιδί και
όσο καλύτερα και ευκολότερα προσαρμοστεί στο σχολικό περιβάλλον τόσο πιο βατή
και ομαλή θα είναι και η μαθησιακή του πορεία. Για αυτόν ακριβώς το λόγο, η μάθηση
αντιμετωπίζεται ως κατεξοχήν διαδικασία κοινωνικής συμμετοχής και όχι ως
απόκτηση γνώσης πάνω σε ατομική βάση. Σε αυτή τη συλλογιστική βασίζεται και η
θεωρητική προσέγγιση της «εγκατεστημένης μάθησης» η οποία όμως συνεκτιμά και το
κοινό γνωστικό δυναμικό (πολιτιστικό – κοινωνικό - πραγματολογικό) των
συμμετεχόντων. Αυτή η διαδικασία
ένταξης, δεν αφορά μόνο τα παιδιά. Κάθε φορά που ένα άτομο, ανήλικο ή ενήλικο,
εμπλέκεται σε μια νέα μαθησιακή διαδικασία, ισχύει το ίδιο.
H πιο πάνω διαδικασία έχει χαρακτηριστεί από τους θεωρητικούς, ως «έγκυρη περιφερική
συμμετοχή».
«Έγκυρη» γιατί όλοι οι
συμμετέχοντες αποδέχονται τη θέση του μαθητή ως μέλους της κοινότητας μάθησης, «περιφερική»
γιατί αρχικά οι συμμετέχοντες βρίσκονται στην περιφέρεια της κοινότητας μέχρι
που να εμπλακούν σε πιο σημαντικά πράγματα και, τέλος, «συμμετοχική»
γιατί συνιστά τη διαδικασία εκείνη δια της οποίας η γνώση αποκτιέται μέσω
ενεργητικής συμμετοχής όλων των ατόμων που εμπλέκονται.
Είναι αυτονόητο λοιπόν ότι όσο πιο έτοιμο είναι το παιδί να κοινωνικοποιηθεί ομαλά και να ανταποκριθεί
με επάρκεια στα κοινωνικά και ψυχολογικά ερεθίσματα του περιβάλλοντός του, τόσο
καλύτερη θα είναι η συνολική γνωστική και συναισθηματική του εξέλιξη. Γι αυτό
το λόγο, η συναισθηματική νοημοσύνη, η
βασική προϋπόθεση της επιτυχούς κοινωνικοποίησης είναι σημαντική εκπαίδευση εξ απαλών ονύχων.
Έχοντας, ως ψυχοθεραπεύτρια αλλά και ως δασκάλα, πολλές φορές
χειριστεί προβλήματα στην κοινωνικοποίηση
των παιδιών, έγραψα στο βιβλίο μου «Μικρο-φιλο-σοφίες»,
μία ιστορία τις : «Λυκο-φιλίες» η
οποία προσεγγίζει αυτό ακριβώς το θέμα: Τη δυσκολία κοινωνικοποίησης και ομαλής
ένταξης του παιδιού στο κοινωνικό περιβάλλον του νηπιαγωγείου ή /και των πρώτων
τάξεων του δημοτικού σχολείου. Ο ήρωας,
ένα μικρό λυκάκι, περνάει από πολλές εσωτερικές διεργασίες, μέχρι να μπορέσει
να καταφέρει να γίνει μέλος της ομάδας των μικρών λύκων, ένα είδος ζώων
ιδιαίτερα κοινωνικό και με στενούς δεσμούς ανάμεσα στα μέλη της αγέλης. Η
ιστορία ακολουθείται από βιωματικές ασκήσεις που γίνονται μέσα στην τάξη, με
στόχο να διευκολύνουν την κοινωνικοποίηση των παιδιών αλλά και ως αφήγημα από
γονείς και ειδικούς.
Λυκο – φιλίες
Στο βουνό και μες στο δάσος,
όλοι ξέρουνε καλά,
πουλιά, ζώα και ζουζούνια
ότι ζουν εκεί πολλά.
Κάτω από τον ίδιο ήλιο,
το καθένα στη φωλιά του,
σε σπηλιές και σε τρυπούλες,
μεγαλώνει τα παιδιά του.
Ψάχνουν όλα το φαΐ τους,
στο σκοτάδι ή το φως
κι όταν στη φωλιά γυρίζουν,
δεν τα νοιάζει τι και πως.
Σ΄ένα τέτοιο λοιπόν δάσος,
ζει και μια παρέα λύκων.
Κάθε νύχτα ενωμένοι
χορωδία φτιάχνουν ήχων.
Μαζεμένοι όλοι οι λύκοι
με τα μυτερά αυτιά,
τα μικρά τους τα λυκάκια
στην ομάδα τους κι αυτά,
παίζουν, τρέχουν και γελάνε,
όλα κάνουν συντροφιά
και χαρούμενα περνάνε,
κάθε μία τους βραδιά.
Μα είναι ένα μικρό λυκάκι,
ντροπαλούλι το καημένο,
τη φωνή του δεν την ξέρουν
κι είναι πάντα λυπημένο.
Όταν παίζουν τα λυκάκια,
αυτό κάθεται στην άκρη.
Κι όταν τρέχουν μες στο δάσος,
μοναχούλι χύνει δάκρυ.
Δεν το παίζουνε τα άλλα,
ούτε φίλο κάποιο έχει.
Σα σκιούλα τριγυρνάει
και κανείς δεν το προσέχει.
Τα χατίρια σε όλους κάνει
χωρίς γνώμη να τους πει,
συμφωνεί με όσα του λένε
σα να μην έχει φωνή.
Το τι σκέφτεται το κρύβει.
Τι παιχνίδια προτιμάει,
τι θα ήθελε να κάνει,
ούτε λέει, ούτε ζητάει.
Μα και πάλι δεν το θέλουν
στο παιχνίδι, στη χαρά,
κάθεται πάντα στην άκρη
και κοιτάζει μοναχά.
Σκέφτεται και συλλογιέται
μια απάντηση να δώσει.
Τι αλλιώτικο έχει εκείνο
και μια μοναξιά έχει ΤΟΟΟΟΣΗ...
«Γιατί αλήθεια είμαι έτσι;
που είμαι διαφορετικό;
τι να φταίω κι έχω πάθει
στη ζωή τέτοιο κακό»;
«Μάλλον πρέπει εγώ να φύγω,
σ΄άλλα μέρη για να πάω,
μακριά απ΄τους δικούς μου
νέους φίλους να ζητάω».
Κι έτσι, ήρθε μια μέρα
που απόφαση το πήρε
και με λίγα πραγματάκια
να βρει άλλους τόπους πήγε.
Χάθηκε μέσα στο δάσος
και σε δρόμο μακρινό,
φίλους νέους για να ψάξει
κι έναν κόσμο φωτεινό.
«Πάω τώρα να ξεφύγω
απ΄τη μοναξιά που ζω,
να βρω άλλους ν΄αγαπήσω
και ν΄αγαπηθώ κι εγώ».
Βλέπει ξαφνικά μπροστά του
μια παρέα αλεπούδες
και πιο κάτω στο ποτάμι
δύο καφετί αρκούδες.
«Δες πως είναι οι αλεπούδες!
Νομίζω, μοιάζουμε αρκετά.
Έχουν μυτερά αυτάκια
και μια φουντωτή ουρά».
«Θα με θέλουνε κοντά τους
για να παίζουμε μαζί?
Θα ναι άραγε όπως θέλω
με εμένα φιλικοί»;
Τρέχει και τις πλησιάζει
στέκεται εκεί κοντά,
την παρέα τους κοιτάζει
και χαμογελάει δειλά.
«Λύκε, λύκε τι κοιτάζεις;
Τι ζητάς από εμάς;
Μήπως θέλεις να μας διώξεις
κι ότι έχουμε να φας»;
«Όχι! Δε με βλέπετε πως είμαι
ένα μοναχό λυκάκι;
Την παρέα σας ζητάω
για να παίξουμε λιγάκι».
Είπαν τότε οι αλεπούδες:
«Τι μας λέει τώρα αυτό;
Ότι ζει χωρίς τους λύκους
μες στο δάσος μοναχό»;
«Σ΄ έδιωξαν οι σύντροφοί σου;
Τι τους έκανες κακό;
Γιατί μόνο σε αφήσαν
κι έφτασες μέχρι εδώ»;
«Τίποτα δε έχω κάνει!
Φίλους ψάχνω για να βρω.
Κι όπως βλέπω εδώ πέρα,
να βρω φίλους δεν μπορώ».
Φεύγει, πάει πάλι πίσω,
τις αρκούδες πλησιάζει.
Τις φοβάται όμως λιγάκι
κι από μακριά κοιτάζει.
Δεν του δίνουν σημασία,
ούτε καν που το κοιτάζουν.
Αδιάφορες και ξένες!
Και τη γνώμη του αλλάζουν.
«Φίλους να βρω τελικά
μάλλον δε θα καταφέρω.
Μόνος πάντοτε θα είμαι
και συνέχεια θα υποφέρω».
Σε μια λίμνη εκεί κοντά
στάθηκε σιωπηλό
και σε μια τρυπούλα γης
μπήκε μέσα για καιρό.
Αφού πέρασαν ημέρες
μα και νύχτες παγερές,
άρχισε ν΄ αναρωτιέται,
να έχει σκέψεις φοβερές.
«Μήπως φταίω κι εγώ κάπως;
Μήπως δεν είναι σωστό,
που ποτέ δεν έχω δείξει
τι με κάνει να μαι ΕΓΩ»;
Τι παιχνίδια μου αρέσουν,
τι με κάνει να γελώ,
τι στ΄ αλήθεια αγαπάω
και τι κρύβω στο μυαλό;
«Για να γίνει όμως αυτό,
πρέπει εγώ μάλλον να αλλάξω
και τους φόβους και τις σκέψεις,
τις κρυφές, να τις φωνάξω.»
«Να΄μια πια ο εαυτός μου
και να δείχνω τι μ΄αρέσει.
Να μην προσπαθώ να κάνω
ό,τι οι άλλοι έχουν διαλέξει».
«Και να φανερώσω σ΄όλους,
ποιος αλήθεια είμαι εγώ
και με φίλους διαλεγμένους
να υπάρχω και να ζω».
«Δηλαδή να έχω φίλους,
όχι απλά να διασκεδάζω,
αλλά με εκείνους να μπορώ
τη ζωή μου να μοιράζω.»
Αποφάσισε λοιπόν,
στη φωλιά του να γυρίσει
και με θάρρος να τους πει,
‘ο, τι είχε ανακαλύψει.
Παίρνει δρόμο και δρομάκι
τρέχοντας καμαρωτά,
στην αγέλη του να φτάσει,
να μιλήσει θαρρετά.
«Γεια σας, είχα πάει στο δάσος,
φίλους άλλους για να βρω
κι αφού έψαξα τον κόσμο,
ξαναγύρισα εδώ».
Τότε τ΄άλλα τα λυκάκια,
τρέχουνε κοντά με μιας,
γύρω – γύρω του γυρνάνε
και του λένε: «Τι ζητάς?»
«Να γυρίσω στην αγέλη
και να είμαστε μαζί,
φίλοι πάντα ενωμένοι,
φίλοι πάντα κολλητοί.»
«κι ότι τώρα πια θα έχω
γνώμη αλλά και φωνή
και με εσάς θ΄αποφασίζω
πια, για όλα στη ζωή».
«Να και το σπουδαιότερο:
φίλο θα χω τον καθένα,
που εκτός απ΄ το παιχνίδι,
θα αγαπάει και εμένα!
Τι μας λέει αυτή η ιστορία,
ήρθε η ώρα να σκεφτούμε
και να γίνουμε λυκάκια
και τη γνώμη μας να πούμε.
(Ο,τι φίλους για να έχουμε
θα πρέπει να μπορούμε,
τη γνώμη και τη σκέψη μας
μαζί να μοιραστούμε).