Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου 2017

Παραμυθο - ιστορίες, εξ απαλών ονύχων.



Παραμυθο - ιστορίες, εξ απαλών ονύχων.
Γιατί είναι σημαντικό να διαβάζουμε ιστορίες στα μικρά παιδιά;


Γιατί τα παιδιά «ταξιδεύουν» μαζί με την ιστορία, μέσα από την ιστορία, με τα λόγια της ιστορίας, με τους ήρωες και τους αντιήρωές της. Φτιάχνουν κόσμους  άπειρους και απαραβίαστους από την καθημερινότητα, κόσμους ασφάλειας και  μοναδικότητας. Κάθε παιδί, μια ξεχωριστή ιστορία, με τα δικά του συναισθήματα και τον δικό του κόσμο. Όλα αυτά,  αναπτύσσουν το σημαντικότερο νοητικό «εργαλείο» του ανθρώπου: Την φαντασία! Όμως  τα οφέλη από το διάβασμα ιστοριών δεν σταματούν εδώ. Υπάρχουν και άλλα , που σχετίζονται με τη γνωστική αλλά τη και συναισθηματική εξέλιξη των παιδιών:
·         Διαβάζοντας ιστορίες στα παιδιά, τα βοηθάμε να αναπτύξουν, εκτός από τη φαντασία τους και το λεξιλόγιό τους. Μαθαίνουν νέες λέξεις ή κατανοούν  καλύτερα τη σημασία και το εύρος  των λέξεων και των νοημάτων τους. Μαθαίνουν να περιγράφουν, να επιχειρηματολογούν και να λεκτικοποιούν τις σκέψεις τους.
·         Διαβάζοντας ιστορίες στα παιδιά, τα βοηθάμε να αναπτύξουν την ικανότητα της ενεργητικής ακρόασης. Μελέτες έχουν καταδείξει ότι ιδιαίτερα στην  πρώιμη παιδική ηλικία τα παιδιά «απορροφούν» ερεθίσματα  και δομούν την προσωπικότητά τους.  Γι αυτό, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να αναπτύξουν σε αυτή την περίοδο κάποιες από τις δεξιότητες της συναισθηματικής νοημοσύνης. Μια από αυτές είναι και η ικανότητα ενεργητικής ακρόασης. Ακούγοντας μια ιστορία, τα παιδιά μαθαίνουν να… ακούν. Μαθαίνουν να προσέχουν αυτά που ακούν, να εστιάζουν στα σημαντικά , να κάνουν ερωτήσεις διευκρινιστικές, να επεκτείνουν τα νοήματα. Ικανότητες ιδιαίτερα σημαντικές και για τη μαθησιακή πορεία των παιδιών.
·         Διαβάζοντας ιστορίες τα παιδιά,  προσεγγίζουν την πολιτισμική κληρονομιά της χώρας τους. Η «μητρική γλώσσα» είναι συνδεδεμένη με ιδιαίτερα νοήματα και κοινωνικές αναπαραστάσεις. Είναι συνδεδεμένη με μια δεδομένη και περιρρέουσα κοινωνική και πολιτισμική πραγματικότητα. Οι παιδικές ιστορίες, ακόμα και εάν έχουν αλλοεθνή προέλευση, μεταφράζονται σε ένα γλωσσικό εργαλείο το οποίο μεταφέρει τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά της κάθε κοινωνίας , δομημένα  σε νοηματικά σχήματα. Με αυτό τον τρόπο εντάσσει το παιδί στο  οικείο πολιτισμικό πλαίσιο.
·         Διαβάζοντας ιστορίες τα παιδιά, μαθαίνουν να σκέφτονται.  Κάθε ιστορία, ακόμα και οι πιο απλές, έχουν δομικά νοητικά χαρακτηριστικά. Έχουν αρχή, μέση και τέλος, έχουν υπόθεση και πλοκή, περιγράφουν συμπεριφορές ή και χαρακτήρες, προκαλούν ερωτήσεις και έτσι το παιδί μαθαίνει να σκέφτεται. Κάποιοι ειδικοί μάλιστα επισημαίνουν ότι οι γονείς ή οι εκπαιδευτικοί  όταν διαβάζουν στα παιδιά ιστορίες, θα πρέπει να τα ενθαρρύνουν να δημιουργούν μικρές δικές τους ιστορίες με χαρακτήρες παρόμοιους με τους ήρωες των ιστοριών που διάβασαν.
·         Διαβάζοντας ιστορίες τα παιδιά, μαθαίνουν να αναγνωρίζουν και να εκφράζουν τα συναισθήματά τους. Με τη φαντασία του το παιδί, (αντίθετα από ότι συμβαίνει με τις συνεχείς εικόνες των ηλεκτρονικών μέσων), μαθαίνει να αναγνωρίζει σταδιακά τα συναισθήματα των ηρώων. Μαθαίνει να σκέφτεται για αυτά τα συναισθήματα και στη συνέχεια να τα αναγνωρίζει στον εαυτό του και σε άλλα άτομα. Και αφού τα έχει αναγνωρίσει, μαθαίνει και να μιλά για αυτά. Να τα ονοματίζει και να τα περιγράφει, να τα επεξεργάζεται και έτσι αποκτά δυο ακόμα σημαντικές δεξιότητες, αυτές της αυτοσυναίσθησης και της ενσυναίσθησης.

Για όλους αυτούς τους λόγους, αλλά και γιατί το διάβασμα είναι μια πραγματική απόλαυση και χαλάρωση, οι γονείς κυρίως αλλά και οι εκπαιδευτικοί, πρέπει να προσφέρουν όσο γίνεται συχνότερα, την ευκαιρία στα παιδιά να γνωρίσουν την ομορφιά του γραπτού λόγου, εξ απαλών ονύχων.


Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2017

Μάθηση και κοινωνικοποίηση, εξ απαλών ονύχων.

Μάθηση και κοινωνικοποίηση,  εξ απαλών ονύχων.
Μέχρι σχεδόν τη δεκαετία του 90, η αντίληψη που κυριαρχούσε για τη διαδικασία της μάθησης  είναι πως αποτελεί μια «μοναχική  πορεία», μια ατομική προσπάθεια, ένα μονοπάτι σκαμμένο από καθέναν και καθεμιά ξεχωριστά.
Όμως, εκείνη την περίοδο, κάποιοι/ες  παιδαγωγοί  άρχισαν να ερευνούν τη συμμετοχή του κοινωνικού περιβάλλοντος στη διαδικασία της μάθησης. Θέλησαν να διερευνήσουν δηλαδή, εάν η μάθηση είναι και μια κοινωνική διαδικασία και σε ποιο βαθμό σχετίζεται με τις καθημερινές μας εμπειρίες. Και ερευνώντας, σχημάτισαν μια πολύ διαφορετική εικόνα για το «πώς μαθαίνουμε τελικά»! Διατύπωσαν το συμπέρασμα ότι η μάθηση είναι τόσο η διαδικασία όσο και το αποτέλεσμα του συγκερασμού της δραστηριότητας, του περιβάλλοντος-πλαισίου και της κουλτούρας μέσα στην οποία πραγματοποιείται ! Αντί, λοιπόν, να αντιμετωπίσουν τη μάθηση ως την κατάκτηση συγκεκριμένων γνωστικών σχημάτων, την τοποθέτησαν μέσα σε κάποια μορφή  κοινωνικής διάδρασης, δηλαδή σε καταστάσεις συμμετοχής!  Συμπέραναν επίσης ότι , οι μαθητές δεν διδάσκονται δομές σκέψης  ή νοηματικά μοντέλα κατανόησης του κόσμου, αλλά συμμετέχουν σε περιβάλλοντα-πλαίσια, που είναι ήδη δομημένα!
Έτσι δημιουργήθηκε μια σύγχυση: Τελικά πώς επιτυγχάνεται η μάθηση? 
Η παραδοσιακή αντίληψη ισχυριζόταν ότι η γνώση εμφανίζεται ως κάτι που υπάρχει «έξω από το άτομο» και εκτός οποιωνδήποτε συγκεκριμένων περιβαλλόντων-πλαισίων. Αντίθετα η νέα άποψη για τη μάθηση  καθιστούσε την κοινωνική διάδραση ιδιαίτερης σημασίας για αυτήν. Όπως είναι φυσικό, γράφτηκαν εκατοντάδες σελίδες οι οποίες υποστήριζαν τη μια ή την άλλη άποψη. Όμως, όλες οι έρευνες που ακολούθησαν επιβεβαίωσαν τις παρατηρήσεις για τη σπουδαιότητα του κοινωνικού πλαισίου της μάθησης!
Πώς συνδέεται λοιπόν η κοινωνικοποίηση με τη μάθηση?
Το κάθε παιδί, μπαίνοντας στο τυπικό μαθησιακό περιβάλλον, δηλαδή το σχολείο, απομακρύνεται από το μέχρι τότε οικείο και (συνήθως) ασφαλές οικογενειακό του σύστημα. Η αρχική σκέψη του λοιπόν, δεν είναι «τι θα μάθει» αλλά «πώς θα νιώσει» στο νέο αυτό περιβάλλον.  Αν θα γίνει αποδεκτό, αν θα βρει φίλους και φίλες, αν γενικά μπορέσει να βρει τον «ψυχολογικό του χώρο» όπως λέγεται. Στην αρχή, βρίσκεται στην «περιφέρεια» των κοινωνικών σχέσεων που υπάρχουν. Παρατηρεί και γνωρίζει το πλαίσιο. Στη συνέχεια  όσο γίνονται πιο ικανό και έμπειρο προχωρά προς το «κέντρο» της κοινότητας.  Την ίδια στιγμή, αυτή  η επιτυχής κοινωνική εξοικείωση συμβαδίζει  με την πρόσληψη νέων πληροφοριών – γνώσεων, με τη συμμετοχή στη μαθησιακή διαδικασία που λαμβάνει χώρα στο περιβάλλον της τάξης αλλά και στο ευρύτερο της σχολικής μονάδας.  Όσο πιο έτοιμο ψυχολογικά είναι το παιδί και όσο καλύτερα και ευκολότερα προσαρμοστεί στο σχολικό περιβάλλον τόσο πιο βατή και ομαλή θα είναι και η μαθησιακή του πορεία.  Για αυτόν ακριβώς το λόγο, η μάθηση αντιμετωπίζεται ως κατεξοχήν διαδικασία κοινωνικής συμμετοχής και όχι ως απόκτηση γνώσης πάνω σε ατομική βάση. Σε αυτή τη συλλογιστική βασίζεται και η θεωρητική προσέγγιση της «εγκατεστημένης μάθησης» η οποία όμως συνεκτιμά και το κοινό γνωστικό δυναμικό (πολιτιστικό – κοινωνικό - πραγματολογικό) των συμμετεχόντων.  Αυτή η διαδικασία ένταξης, δεν αφορά μόνο τα παιδιά. Κάθε φορά που ένα άτομο, ανήλικο ή ενήλικο, εμπλέκεται σε μια νέα μαθησιακή διαδικασία, ισχύει το ίδιο.
H πιο πάνω διαδικασία έχει χαρακτηριστεί  από τους θεωρητικούς, ως «έγκυρη περιφερική συμμετοχή».
«Έγκυρη» γιατί όλοι οι συμμετέχοντες αποδέχονται τη θέση του μαθητή ως μέλους της κοινότητας μάθησης, «περιφερική» γιατί αρχικά οι συμμετέχοντες βρίσκονται στην περιφέρεια της κοινότητας μέχρι που να εμπλακούν σε πιο σημαντικά πράγματα και, τέλος, «συμμετοχική» γιατί συνιστά τη διαδικασία εκείνη δια της οποίας η γνώση αποκτιέται μέσω ενεργητικής συμμετοχής όλων των ατόμων που εμπλέκονται.
Είναι αυτονόητο λοιπόν ότι όσο πιο έτοιμο είναι το παιδί  να κοινωνικοποιηθεί ομαλά και να ανταποκριθεί με επάρκεια στα κοινωνικά και ψυχολογικά ερεθίσματα του περιβάλλοντός του, τόσο καλύτερη θα είναι η συνολική γνωστική και συναισθηματική του εξέλιξη. Γι αυτό το λόγο,  η συναισθηματική νοημοσύνη, η βασική προϋπόθεση της επιτυχούς κοινωνικοποίησης είναι σημαντική εκπαίδευση εξ απαλών ονύχων.
Έχοντας, ως ψυχοθεραπεύτρια αλλά και ως δασκάλα, πολλές φορές χειριστεί  προβλήματα στην κοινωνικοποίηση των παιδιών, έγραψα στο βιβλίο μου «Μικρο-φιλο-σοφίες», μία ιστορία τις : «Λυκο-φιλίες» η οποία προσεγγίζει αυτό ακριβώς το θέμα: Τη δυσκολία κοινωνικοποίησης και ομαλής ένταξης του παιδιού στο κοινωνικό περιβάλλον του νηπιαγωγείου ή /και των πρώτων τάξεων του δημοτικού  σχολείου. Ο ήρωας, ένα μικρό λυκάκι, περνάει από πολλές εσωτερικές διεργασίες, μέχρι να μπορέσει να καταφέρει να γίνει μέλος της ομάδας των μικρών λύκων, ένα είδος ζώων ιδιαίτερα κοινωνικό και με στενούς δεσμούς ανάμεσα στα μέλη της αγέλης. Η ιστορία ακολουθείται από βιωματικές ασκήσεις που γίνονται μέσα στην τάξη, με στόχο να διευκολύνουν την κοινωνικοποίηση των παιδιών αλλά και ως αφήγημα από γονείς και ειδικούς.

Λυκο – φιλίες

Στο βουνό και μες στο δάσος,
όλοι ξέρουνε καλά,
πουλιά, ζώα και ζουζούνια
ότι ζουν εκεί πολλά.

Κάτω από τον ίδιο ήλιο,
το καθένα στη φωλιά του,
σε σπηλιές και σε τρυπούλες,
μεγαλώνει τα παιδιά του.

Ψάχνουν όλα το φαΐ τους,
στο σκοτάδι ή το φως
κι όταν στη φωλιά γυρίζουν,
δεν τα νοιάζει τι και πως.
  
Σ΄ένα τέτοιο λοιπόν δάσος,
ζει και μια παρέα λύκων.
Κάθε νύχτα ενωμένοι
χορωδία φτιάχνουν ήχων.

Μαζεμένοι όλοι οι λύκοι
με τα μυτερά αυτιά,
τα μικρά τους τα λυκάκια
στην ομάδα τους κι αυτά,

παίζουν, τρέχουν και γελάνε,
όλα κάνουν συντροφιά
και χαρούμενα περνάνε,
κάθε μία τους βραδιά.
  
Μα είναι ένα μικρό λυκάκι,
ντροπαλούλι το καημένο,
τη φωνή του δεν την ξέρουν
κι είναι πάντα λυπημένο.

Όταν παίζουν τα λυκάκια,
αυτό κάθεται στην άκρη.
Κι όταν τρέχουν μες στο δάσος,
μοναχούλι χύνει δάκρυ.

Δεν το παίζουνε τα άλλα,
ούτε φίλο κάποιο έχει.
Σα σκιούλα τριγυρνάει
και κανείς δεν το προσέχει.
  
Τα χατίρια σε όλους κάνει
χωρίς γνώμη να τους πει,
συμφωνεί με όσα του λένε
σα να μην έχει φωνή.
  
Το τι σκέφτεται το κρύβει.
Τι παιχνίδια προτιμάει,
τι θα ήθελε να κάνει,
ούτε λέει, ούτε ζητάει.

Μα και πάλι δεν το θέλουν
στο παιχνίδι, στη χαρά,
κάθεται πάντα στην άκρη
και κοιτάζει μοναχά.

Σκέφτεται και συλλογιέται
μια απάντηση να δώσει.
Τι αλλιώτικο έχει εκείνο
και μια μοναξιά έχει ΤΟΟΟΟΣΗ...

«Γιατί αλήθεια είμαι έτσι;
που είμαι διαφορετικό;
τι να φταίω κι έχω πάθει
στη ζωή τέτοιο κακό»;
  
«Μάλλον πρέπει εγώ να φύγω,
σ΄άλλα μέρη για να πάω,
μακριά απ΄τους δικούς μου
νέους φίλους να ζητάω».

Κι έτσι, ήρθε μια μέρα
που απόφαση το πήρε
και με λίγα πραγματάκια
να βρει άλλους τόπους πήγε.

Χάθηκε μέσα στο δάσος
και σε δρόμο μακρινό,
φίλους νέους για να ψάξει
κι έναν κόσμο φωτεινό.

«Πάω τώρα να ξεφύγω
απ΄τη μοναξιά που ζω,
να βρω άλλους ν΄αγαπήσω
και ν΄αγαπηθώ κι εγώ».
  
Βλέπει ξαφνικά μπροστά του
μια παρέα αλεπούδες
και πιο κάτω στο ποτάμι
δύο καφετί αρκούδες.

«Δες πως είναι οι αλεπούδες!
Νομίζω, μοιάζουμε αρκετά.
Έχουν μυτερά αυτάκια
και μια φουντωτή ουρά».
  
«Θα με θέλουνε κοντά τους
για να παίζουμε μαζί?
Θα ναι άραγε όπως θέλω
με εμένα φιλικοί»;

Τρέχει και τις πλησιάζει
στέκεται εκεί κοντά,
την παρέα τους κοιτάζει
και χαμογελάει δειλά.

«Λύκε, λύκε τι κοιτάζεις;
Τι ζητάς από εμάς;
Μήπως θέλεις να μας διώξεις
κι ότι έχουμε να φας»;

«Όχι! Δε με βλέπετε πως είμαι
ένα μοναχό λυκάκι;
Την παρέα σας ζητάω
για να παίξουμε λιγάκι».
  
Είπαν τότε οι αλεπούδες:
«Τι μας λέει τώρα αυτό;
Ότι ζει χωρίς τους λύκους
μες στο δάσος μοναχό»;

«Σ΄ έδιωξαν οι σύντροφοί σου;
Τι τους έκανες κακό;
Γιατί μόνο σε αφήσαν
κι έφτασες μέχρι εδώ»; 

«Τίποτα δε έχω κάνει!
Φίλους ψάχνω για να βρω.
Κι όπως βλέπω εδώ πέρα,
να βρω φίλους δεν μπορώ».

Φεύγει, πάει πάλι πίσω,
τις αρκούδες πλησιάζει.
Τις φοβάται όμως λιγάκι
κι από μακριά κοιτάζει.

Δεν του δίνουν σημασία,
ούτε καν που το κοιτάζουν.
Αδιάφορες και ξένες!
Και τη γνώμη του αλλάζουν.

«Φίλους να βρω τελικά
μάλλον δε θα καταφέρω.
Μόνος πάντοτε θα είμαι
και συνέχεια θα υποφέρω».
  
Σε μια λίμνη εκεί κοντά
στάθηκε σιωπηλό
και σε μια τρυπούλα γης
μπήκε μέσα για καιρό.

Αφού πέρασαν ημέρες
μα και νύχτες παγερές,
άρχισε ν΄ αναρωτιέται,
να έχει σκέψεις φοβερές.

«Μήπως φταίω κι εγώ κάπως;
Μήπως δεν είναι σωστό,
που ποτέ δεν έχω δείξει
τι με κάνει να μαι ΕΓΩ»;

Τι παιχνίδια μου αρέσουν,
τι με κάνει να γελώ,
τι στ΄ αλήθεια αγαπάω
και τι κρύβω στο μυαλό;

«Για να γίνει όμως αυτό,
πρέπει εγώ μάλλον να αλλάξω
και τους φόβους και τις σκέψεις,
τις κρυφές, να τις φωνάξω.»
  
«Να΄μια πια ο εαυτός μου
και να δείχνω τι μ΄αρέσει.
Να μην προσπαθώ να κάνω
ό,τι οι άλλοι έχουν διαλέξει».

«Και να φανερώσω σ΄όλους,
ποιος αλήθεια είμαι εγώ
και με φίλους διαλεγμένους
να υπάρχω και να ζω».

«Δηλαδή να έχω φίλους,
όχι απλά να διασκεδάζω,
αλλά με εκείνους να μπορώ
τη ζωή μου να μοιράζω.»

Αποφάσισε λοιπόν,
στη φωλιά του να γυρίσει
και με θάρρος να τους πει,
‘ο, τι είχε ανακαλύψει.

Παίρνει δρόμο και δρομάκι
τρέχοντας καμαρωτά,
στην αγέλη του να φτάσει,
να μιλήσει θαρρετά.

«Γεια σας, είχα πάει στο δάσος,
φίλους άλλους για να βρω
κι αφού έψαξα τον κόσμο,
ξαναγύρισα εδώ».
  
Τότε τ΄άλλα τα λυκάκια,
τρέχουνε κοντά με μιας,
γύρω – γύρω του γυρνάνε
και του λένε: «Τι ζητάς?»
  
«Να γυρίσω στην αγέλη
και να είμαστε μαζί,
φίλοι πάντα ενωμένοι,
φίλοι πάντα κολλητοί.»

«κι ότι τώρα πια θα έχω
γνώμη αλλά και φωνή
και με εσάς θ΄αποφασίζω
πια, για όλα στη ζωή».

«Να και το σπουδαιότερο:
φίλο θα χω τον καθένα,
που εκτός απ΄ το παιχνίδι,
θα αγαπάει και εμένα!
  
Τι μας λέει αυτή η ιστορία,
ήρθε η ώρα να σκεφτούμε
και να γίνουμε λυκάκια
και τη γνώμη μας να πούμε.

(Ο,τι φίλους για να έχουμε
θα πρέπει να μπορούμε,
τη γνώμη και τη σκέψη μας
μαζί να μοιραστούμε).







Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2017

Δεξιότητες συναισθηματικής νοημοσύνης, εξ απαλών ονύχων.

Δεξιότητες  συναισθηματικής νοημοσύνης, εξ απαλών ονύχων.
Οι περισσότεροι άνθρωποι γνωρίζουν, σε γενικές γραμμές,  τι είναι η συναισθηματική νοημοσύνη. Η  αντίληψη του συναισθηματικού περιβάλλοντος εντός του οποίου κινείται ένα άτομο, ο υγιής έλεγχος των προσωπικών συναισθημάτων, η ενσυναίσθηση, η εγρήγορση στη διαχείριση της αλλαγής, είναι μόνο μερικές από τις δεξιότητες που  συνιστούν τη συναισθηματική νοημοσύνη.  Ποιος  και  ποια δεν θα θελε να τις έχει? Ποια μητέρα ή πατέρας δεν θα θελε το παιδί του να γίνει ένα συναισθηματικά ώριμο ενήλικο άτομο, ικανό να διαχειριστεί με επάρκεια τις αντιξοότητες  που αναμφίβολα θα αντιμετωπίσει στη ζωή του/της?
Και τι κάνουμε για αυτό? Πόσο σημαντικό αποδεικνύεται ότι το θεωρούμε εν τοις πράγμασι?
Θεωρητικά πολύ. Όμως στην πράξη,  είναι ελάχιστα αυτά που κάνουμε, γονείς, δάσκαλοι, εκπαιδευτικό σύστημα, για να εκπαιδευτούν τα παιδιά στις δεξιότητες της συναισθηματικής νοημοσύνης. Και η λέξη «εκπαιδευτούν» δεν είναι τυχαία. Η συναισθηματική νοημοσύνη είναι ένα σύνολο  δεξιοτήτων  στις οποίες μπορεί κάθε παιδί να εκπαιδευτεί. Όμως, όπως και κάθε μορφή εκπαίδευσης, δεν μπορεί να είναι ευκαιριακή, ασυνεχής και αποσπασματική. Γιατί έτσι δεν υπάρχει στόχος και αποτέλεσμα, δεν υπάρχει αυτό που λέμε «μάθηση». Και τι είναι μάθηση τελικά?
 Μια μόνιμη αλλαγή της συμπεριφοράς ως αποτέλεσμα εμπειρίας, μίμησης ή πνευματικής διεργασίας.
Μπορεί να υπάρξει μόνιμη αλλαγή συμπεριφοράς, εάν δεν υπάρχει συνέχεια,  εάν δεν υπάρχει αυτό που λέμε, «επάρκεια του ερεθίσματος»? Ναι, εάν ένα ερέθισμα είναι πολύ έντονο συναισθηματικά, μπορεί να επιφέρει μια μόνιμη αλλαγή. Αλλά θα αφορά μόνο αυτό. Μια μόνο δεξιότητα, μια μόνο συναισθηματική αντίληψη/στάση.  Ανεξάρτητη και ασύνδετη με το υπόλοιπο γνωστικό και συναισθηματικό δυναμικό του ατόμου. Θα «κολλήσει» στα συμβατά στοιχεία της προσωπικότητας, χωρίς περαιτέρω διείσδυση και ανάπτυξη.  Για αυτό είναι ανάγκη, κάθε μορφή μάθησης να ακολουθεί μια συγκεκριμένη πορεία, μια αλυσίδα γνωστικών και συναισθηματικών διεργασιών.  Να ξεκινά από την άμεση και προσωρινή συγκράτηση, την συναισθηματική αντίδραση ή εσωτερική αναπαράσταση, να ακολουθείται από την ανάσυρση σχετικής μνήμης και τη σύγκριση πεδίου και να ολοκληρώνεται με την έκφραση, δηλαδή τη μετατροπή της  νέας γνώσης σε παρατηρήσιμη συμπεριφορά. Πολλά και δύσκολα? Ίσως, αλλά μήπως το να μάθει ένα νήπιο να διαβάζει, να γράφει, να μετρά και να υπολογίζει  είναι εύκολο?  Μάλλον πολύ δύσκολο, αν λάβουμε υπόψη μας τον ψυχοσωματικό  περιορισμό που υφίσταται για να το καταφέρει, τις άπειρες ώρες καθήλωσης σε μια καρέκλα, τις μοναχικές επαναλήψεις μάλλον αδιάφορων ασκήσεων και τη συναισθηματική πίεση που υφίσταται.
Κι αν τα μάθει όλα τέλεια, αν γίνει ο πιο καλός μαθητής, η πιο καλή μαθήτρια, θα είναι ένα ευτυχισμένο παιδί?
Ρητορικό το ερώτημα.  Και βέβαια όχι. Τα άγχη των παιδιών, οι φόβοι και οι ανασφάλειές τους, οι δυσκολίες πάσης φύσεως που μπορεί να αντιμετωπίσουν, δεν αμβλύνονται με τους καλούς βαθμούς και τα μπράβο.  Χρειάζεται να αναγνωριστούν, να εκφραστούν, να «δουλευτούν» μαζί με άλλους, παιδιά και ενήλικες, για να μαλακώσουν, να γίνουν «πλαστελίνη» και με αυτή την πλαστελίνη, τη δική του, κάθε παιδί, να πλάσει «τα θέλω» του, τις φιλίες του  και τα όνειρά του.

Αυτό το στόχο είχε το πρώτο μου βιβλίο οι «Μικρο-φιλο-σοφίες». Να αποτελέσει  ένα βοήθημα συστηματικής προσέγγισης και εκπαίδευσης  στις βασικές δεξιότητες της συναισθηματικής νοημοσύνης, μέσα στην τάξη ή σε ομάδες  συναισθηματικής στήριξης παιδιών. (Η ανταπόκριση από όσους συναδέλφους το «δούλεψαν» ήταν πραγματικά πολύ θετική και τους ευχαριστώ πολύ). Με ιστορίες και βιωματικές ασκήσεις  προσαρμοσμένες στις μικρές ηλικίες του Νηπιαγωγείου και των πρώτων τάξεων του Δημοτικού, τα παιδιά  γνωρίζουν, να κατανοούν και  βιώνουν  τις βασικές διαστάσεις της συναισθηματικής νοημοσύνης. Διαβάζοντας  ιστορίες και παίζοντας με  έννοιες και ιδέες όπως η φιλία, η αποδοχή, η διαχείριση του θυμού, η επιθετικότητα, η αυτοαντίληψη, τα προσωπικά όρια,  αναπτύσουν τη συναισθηματική τους νοημοσύνη εξ απαλών ονύχων.

Τρίτη 28 Νοεμβρίου 2017

Γιατί «Εξ απαλών ονύχων»?

Γιατί «Εξ απαλών ονύχων»?
Γιατί ό, τι γνωρίζουμε, ό, τι βιώνουμε, ό, τι μαθαίνουμε  «εξ απαλών ονύχων», μένει, εγγράφεται όπως λένε και συνήθως καθορίζει τις επιλογές μας σε όλη τη ζωή μας.
Ένα έντονο συναίσθημα, ένα ουσιώδες βίωμα, μια «στιγμή» που πάγωσε στο χρόνο, μια ιδέα που γεννήθηκε αυθόρμητα, όταν συμβούν στην παιδική ηλικία, μας συντροφεύει παντού, ακόμα και όταν δεν το θέλουμε. Δίνουν το στίγμα τους, χρωματίζουν τις εμπειρίες  μας και συμμετέχουν στην ερμηνεία τους.
Δυο τέτοιες στιγμές θυμάμαι έντονα από τη δική μου παιδική ηλικία, πριν από 40 και πλέον χρόνια.
Στην πρώτη, είμαι μαθήτρια στη Β΄ Δημοτικού και η δασκάλα μου, η κυρία Αδαμαντία, με έχει σηκώσει στον πίνακα, αφού προηγουμένως είχε μαλώσει δύο άλλα παιδιά που δεν «ήξεραν το μάθημα». Η δασκάλα μου περίμενε από εμένα να «πω το μάθημα» άψογα, όπως πάντα, όπως την είχα συνηθίσει! Και εγώ δεν ήξερα τίποτα!!! Δεν είχα διαβάσει τίποτα!!! Ακόμα με στοιχειώνει το έκπληκτο, απορημένο και μετά απογοητευμένο βλέμμα της. Δεν με μάλωσε, μου είπε απλά να καθίσω στη θέση μου. Έκαιγε το πρόσωπό μου, η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά και οι τύψεις μου για την απογοήτευση που της έδωσα, σε αυτήν που τόσο πίστευε σε μένα, με κράτησαν ξύπνια όλη τη νύχτα.
Στη δεύτερη, είμαι και πάλι μαθήτρια, στη Γ΄ Δημοτικού αυτή τη φορά, με άλλη δασκάλα (δεν θυμάμαι το όνομά της) και κάνουμε γλώσσα. Διαβάζουμε ένα ποίημα του Δροσίνη, αυτό που λέει: «Δεν θέλω του κισσού το πλάνο ψήλωμα, σε ξένα αναστηλώματα δεμένο, θέλω να είμαι ένα χαμόκλαδο, μα όσο ανεβαίνω μόνος να ανεβαίνω». Η  δασκάλα το απαγγέλει υπέροχα, έχω φτιάξει στο μυαλό μου την εικόνα του κισσού, δεμένου  σε ξένα κλαδιά και του χαμόκλαδου να αγωνίζεται να μεγαλώσει κάτω από τον Ήλιο. Μόλις τελειώνει η ανάγνωση, το διαβάζω άλλη μια φορά  μόνη μου και αληθινά, το έμαθα απ έξω εκείνη τη στιγμή.  Ένιωθα την αγωνία και την προσπάθεια του χαμόκλαδου να μεγαλώσει μόνο του αλλά και τους φόβους του κισσού, αφού δεν ορίζει τη μοίρα του δεμένος έτσι σε ξένα κλαδιά. Τα συναισθήματα που ένιωσα και τους συμβολισμούς αυτού του ποιήματος, τους θυμάμαι και τους  αναγνωρίζω πολλές φορές στις σκέψεις μου μέχρι και σήμερα.  
Σήμερα, ούσα δασκάλα, ψυχοθεραπεύτρια, κοινωνική λειτουργός αλλά και μητέρα,  έχοντας εργαστεί σε πολλά πλαίσια συναισθηματικής στήριξης αλλά και τα τελευταία 17 χρόνια στη δημόσια εκπαίδευση, έχω δει πολλές φορές τη δύναμη των ιδεών να επηρεάζουν τη σκέψη και τη συμπεριφορά των μικρών παιδιών.
Γι αυτό άρχισα να γράφω παιδικά βιβλία. Να γράφω για αυτά που εγώ θεωρώ σημαντικά και ουσιώδη για τη ζωή. Να γράφω για ιδέες και θέσεις, για σκοπούς και όνειρα, για τα σημαντικά, όπως εγώ τα αντιλαμβάνομαι, της ζωής.

Κι αν κάποιο παιδί, διαβάζοντας τα βιβλία μου, νιώσει όπως ένιωσα εγώ για το «χαμόκλαδο» και τις προσπάθειές του, θα έχω πετύχει το σκοπό μου.